- επιδημιουργοι
- ἐπιδημιουργοίἐπι-δημιουργοί-ῶν οἱ эпидемиурги (в дорических государствах - уполномоченные по делам колоний) Thuc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιδημιουργοί — έπιδημιουργοί, οἱ (Α) τίτλος αρχόντων που στέλνονταν κάθε χρόνο από τις δωρικές μητροπόλεις στις αποικίες … Dictionary of Greek
ἐπιδημιουργοί — masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδημιουργούς — ἐπιδημιουργοί masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)